αποκλαίω

αποκλαίω
(AM ἀποκλαίω, Α κ. -κλάω)
σταματώ το κλάμα, παύω να κλαίω
νεοελλ.
θρηνώ κάποιον σαν να έχει ήδη πεθάνει
αρχ.
1. κλαίω με λυγμούς, θρηνολογώ
2. θρηνώ κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκλαίω — και αποκλαίγω αψα, κλαμένος 1. κλαίω κάποιον πολύ: Τον απόκλαψε τον άντρα της. 2. παύω να κλαίω: Έκλαψα κι απόκλαψα, προκοπή δεν είδα (παροιμ. φράση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκλαίω — ἀποκλάω break off pres subj act 1st sg ἀποκλάω break off pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκλάω — (I) ἀποκλάω αττ. (Α) βλ. αποκλαίω. (II) ἀποκλάω (Α) σπάω, τσακίζω …   Dictionary of Greek

  • συναποκλαίομαι — Μ κλαίω, θρηνώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκλαίω «κλαίω με λυγμούς, θρηνολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • ՄՐՄՆՋԵՄ — (եցի.) NBH 2 0308 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c ն. եւ ն. μελετάω mussito, murmuro ἑπᾴδω, κωμῳδέω , ἑκτραγωδέω cano, recanto ἁποκλαίω defleo եւն. Մրմունջ առնել. մռմռալ ընդ ունչս կամ իբրեւ զմունջ. յերգ առնուլ եւ հենգնել. հծծել.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”